φιλοτιμούμαι

φιλοτιμούμαι
φιλοτιμούμαι, φιλοτιμήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. φιλοτιμιέμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμοῦμαι — φιλοτῑμοῦμαι , φιλοτιμέομαι love pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφιλοτιμούμαι — ἐπιφιλοτιμοῦμαι, έομαι (AM) προσφέρω με αφθονία, χαρίζω φιλότιμα («ὁ θεός... ἐπεφιλοτιμήσατο ζωὴν χρονιωτέραν», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοτιμούμαι (< φιλό τιμος)] …   Dictionary of Greek

  • ματαιοφιλοτιμούμαι — ματαιοφιλοτιμοῡμαι, έομαι (Α) καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι μάταια, ανώφελα και άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + φιλοτιμοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοτιμούμαι — έομαι, Α θεωρώ κάτι επί πλέον αντικείμενο τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτιμοῦμαι «φιλοδοξώ, αγαπώ τις τιμές»] …   Dictionary of Greek

  • προφιλοτιμούμαι — έομαι, Μ (η μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) το προφιλοτιμηθέν αυτό που δόθηκε γενναιόδωρα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φιλοτιμοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • συμφιλοτιμούμαι — έομαι, και, σπανίως, το ενεργ. συμφιλοτιμῶ, έω, Α συμπράττω με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλοτιμοῦμαι «επιδεικνύω ζήλο, είμαι πρόθυμος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτίμημα — ήματος, τὸ, Α [φιλοτιμοῡμαι] 1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης 2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος …   Dictionary of Greek

  • φιλοτίμηση — η / φιλοτίμησις, ήσεως, ΝΑ [φιλοτιμοῡμαι] διέγερση τής φιλοτιμίας αρχ. γενναιοδωρία, ευεργεσία …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμιέμαι — Ν βλ. φιλοτιμούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”